- πρωτοτοκία
- η1) первые роды; 2) первородство, старшинство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοτοκία — πρωτοτοκίᾱ , πρωτοτοκία fem nom/voc/acc dual πρωτοτοκίᾱ , πρωτοτοκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκια — rights of the first born neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκια — τα / πρωτοτόκια, ΝΜΑ [πρωτότοκος] 1. τα δικαιώματα τού πρωτοτόκου 2. (στην ΠΔ) δικαίωμα τού πρώτου γιου τών Εβραίων, δηλ. διπλή μοίρα από την πατρική κληρονομιά, ιδιαίτερη ευλογία τού πατέρα και κάποια αυθεντία πάνω στους νεώτερους αδελφούς, αφού … Dictionary of Greek
πρωτοτοκία — η, ΝΜΑ [πρωτότοκος / πρωτοτόκος] 1. ο πρώτος τοκετός, η πρώτη γέννα 2. το να είναι κανείς πρωτότοκος … Dictionary of Greek
πρωτοτοκία — η 1. ο πρώτος τοκετός, η πρώτη γέννα. 2. το να γεννηθεί κανείς πρώτος, το να είναι πρωτότοκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτόκια — τα τα δικαιώματα του πρωτότοκου τέκνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτοκίας — πρωτοτοκίᾱς , πρωτοτοκία fem acc pl πρωτοτοκίᾱς , πρωτοτοκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίαν — πρωτοτοκίᾱν , πρωτοτοκία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκιῶν — πρωτοτοκία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίοις — πρωτοτόκια rights of the first born neut dat pl πρωτοτοκέω bear pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίων — πρωτοτόκια rights of the first born neut gen pl πρωτοτοκέω bear pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)